- κέδρινος
- -ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) [κέδρος]1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινονπάπ. το πορτοκαλί χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.