κέδρινος

κέδρινος
-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) [κέδρος]
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέδρινος — of cedar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεδρίνων — κέδρινος of cedar fem gen pl κέδρινος of cedar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίναις — κέδρινος of cedar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνη — κέδρινος of cedar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνην — κέδρινος of cedar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνης — κέδρινος of cedar fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνοις — κέδρινος of cedar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνου — κέδρινος of cedar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”